-
1 προ-κρίνω
προ-κρίνω, vorher urtheilen, entscheiden; mit folgendem acc. c. inf., Isocr. 4, 4; μάχην διὰ ἱππέων, die Schlacht durch die Reiterei entscheiden, ehe das Fußvolk dazukommt, D. Sic. 17, 19, v. l. προκινεῖν; bes. durch sein Urtheil den Vorzug geben, vorziehen, προκρίνας οἵπερ ἀλκιμώτατοι, Eur. Phoen. 750; πάντων προκρίνας σωφρονέστατον βροτῶν, Hel. 47; τὰ προκεκριμένα, Her. 1, 56, τοῠτο προκέκριται κάλλιστον εἶναι, Xen. Cyr. 2, 3, 8; προκρίνομαι εἶναι βέλτιστος, Apol. 21; οὓς αὐτοὶ ἑαυτῶν ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς προκρίνουσιν, Plat. Apol. 35 b; auswählen, ἐκ τῶν εἴκοσιν ἐτῶν οἱ προκριϑέντες, Rep. VII, 537 b, u. öfter; auch im med., τούτους ἐκ τῶν προκρίτων προκρινάμενον, ib. d, u. so pass. erwählt werden wozu, zu einem Ehrenamte, Xen. An. 6, 1, 17 Hell. 6, 5, 34 Thuc. 4, 60 Dem. u. Folgde; ἐκ πάντων, Pol. 1, 80. 12, u. sonst, wie Plut. u. Luc.
-
2 προκρίνω
προ-κρίνω [ῑ],A choose before others, prefer, select, Th.4.80; , etc.; , cf. 746, Hel. 47;π. τινὰς ἐκ πάντων Hdt.1.70
:—[voice] Med., :—[voice] Pass., to be preferred before others, ταῦτα ἦν τὰ προκεκριμένα [γένεα] the most eminent, Hdt.1.56, cf.9.26;εἴ τις δ' ὑμῶν κάλλει προκριθῇ Cratin.28
;προκριθῆναι ὑφ' ὑμῶν ἄρχοντα X.An. 6.1.26
, cf. HG6.5.34;ὁ προκριθεὶς καὶ ὁ προκρίνων Pl.Lg. 765e
; ;ἄλλους ἀνθ' ἡμῶν προκριθῆναι Isoc.Ep.9.17
: folld. by inf.,τοῦτο προκέκριται κάλλιστον εἶναι X.Cyr. 2.3.8
, cf. Ap.21.b make a preliminary selection of candidates for office, Arist.Ath.8.1, al.:—[voice] Pass.,προεκρίθην κληροῦσθαι D.57.46
, cf. 47,62.2 c. gen., prefer before,ῥώμην τῆς σοφίης Xenoph.2.14
;τὸ ἐπιεικὲς τοῦ δικαίου Gorg.Fr.6
; :—[voice] Pass.,τῶν ἄλλων προκεκρίσθαι Hdt.2.121
.ζ'; προκρίνονται παντὸς οὑτινοσοῦν οἱ νόμοι Wilcken Chr.27.5 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκρίνω
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий